- φθογγάζομαι
- φθογγάζομαι1 give tongue ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων (φθ]ογγαι[ Π.) Δ. 2. 18.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φθογγάζομαι — Α [φθόγγος] (αποθ.) φθέγγομαι … Dictionary of Greek
φθογγάζεται — φθογγάζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγάζετο — φθογγάζομαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγῇ — φθογγάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) φθογγή voice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)